- Γοργίειος
- Γοργῐ-ειος, ον,A of Gorgias, Gorgias-like,
ῥήματα X.Smp.2.26
;σχήματα D.H.Dem. 5
; of vases, called after one Gorgias, IG11(2).128.31, al. (Delos, iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥήματα X.Smp.2.26
;σχήματα D.H.Dem. 5
; of vases, called after one Gorgias, IG11(2).128.31, al. (Delos, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Γοργίειος — of Gorgias masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργίειος — α, ο (Α γοργίειος, ον) [Γοργίας] 1. αυτός που ανήκει στον Γοργία ή μιμείται το ύφος του 2. φρ. «γοργίεια σχήματα» περίτεχνα λεκτικά παιχνίδια με ηχητικά σχήματα και προτάσεις που βαίνουν παράλληλα και αντιθετικά … Dictionary of Greek
Γοργίειον — Γοργίειος of Gorgias masc/fem acc sg Γοργίειος of Gorgias neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργιείοις — Γοργίειος of Gorgias masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργιείους — Γοργίειος of Gorgias masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργίεια — Γοργίειος of Gorgias neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)